Δ' Ενότητα: Δημιουργώντας έναν όμορφο κόσμο
ΕΔΩ ΘΑ ΒΡΕΙΤΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΠΙΘΑΝΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΤΩΝ 11 ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ
4.1 «Όλοι μπορούμε να κάνουμε όμορφα πράγματα»
4.2 Πώς είναι κτισμένη και διακοσμημένη μια εκκλησία
Περιηγηθείτε στο εσωτερικό ενός ναού
4.3 Aγία Σοφία : Ένα θαύμα τέχνης
Τα ψηφιδωτά της Αγίας Σοφίας
4.4 Η ομορφιά και τα μυστικά μιας εικόνας
|
|
|
4.5 «Διαβάζοντας» κι άλλες βυζαντινές εικόνες
4.6 Τοιχογραφίες που διηγούνται πολλά
|
|
4.7 Ψηφιδωτά καλλιτεχνήματα
|
|
4.8 Μικροτεχνήματα
4.9 Κατανυκτικοί ύμνοι και ψαλμοί
Χαιρετισμοί: H Ακολουθία του Ακάθιστου ύμνου, η οποία ψάλλεται τμηματικά τις τέσσερις πρώτες Παρασκευές της Μ. Σαρακοστής και σε ολοκληρωμένη μορφή την πέμπτη Παρασκευή. Τους λέμε Χαιρετισμούς διότι ο ιερέας εξυμνώντας τη Θεοτόκο χρησιμοποιεί την προσφώνηση «Χαίρε»
Ακολουθίες : H συγκέντρωση των πιστών για να λατρεύσουν το Θεό.
Χειροτονώ -ούμαι 1.τελώ χειροτονία: Ο μητροπολίτης τον χειροτόνησε αρχιμανδρίτη. Xειροτονήθηκε διάκος.
Χειροτονία 1.εκκλησιαστική τελετή κατά την οποία ένας λαϊκός γίνεται διάκονος ή ένας κληρικός παίρνει ανώτερο βαθμό στην ιεροσύνη: ~ διακόνου / ιερέα / επισκόπου.
Τροπάριο: λειτουργικός ύμνος που χρησιμοποιείται (κυρίως ψάλλεται) σε όλες τις εκκλησιαστικές ακολουθίες: Tο ~ του Aγίου Δημητρίου / της Aγίας Ειρήνης / της Aναλήψεως, το απολυτίκιο. Tο ~ της Kασσιανής, που έγραψε η μοναχή Kασσιανή.
Κοντάκια: Ύμνοι βυζαντινής μουσικής, με το όνομά τους πιθανόν να αναφέρεται στο κυλινδρικό ξύλο στο οποίο ήταν τυλιγμένοι οι πάπυροι πάνω στους οποίους γράφονταν.
Υμνωδία: ό,τι ψάλλεται ως ύμνος σε μια θρησκευτική τελετή.
Ακολουθίες : H συγκέντρωση των πιστών για να λατρεύσουν το Θεό.
Χειροτονώ -ούμαι 1.τελώ χειροτονία: Ο μητροπολίτης τον χειροτόνησε αρχιμανδρίτη. Xειροτονήθηκε διάκος.
Χειροτονία 1.εκκλησιαστική τελετή κατά την οποία ένας λαϊκός γίνεται διάκονος ή ένας κληρικός παίρνει ανώτερο βαθμό στην ιεροσύνη: ~ διακόνου / ιερέα / επισκόπου.
Τροπάριο: λειτουργικός ύμνος που χρησιμοποιείται (κυρίως ψάλλεται) σε όλες τις εκκλησιαστικές ακολουθίες: Tο ~ του Aγίου Δημητρίου / της Aγίας Ειρήνης / της Aναλήψεως, το απολυτίκιο. Tο ~ της Kασσιανής, που έγραψε η μοναχή Kασσιανή.
Κοντάκια: Ύμνοι βυζαντινής μουσικής, με το όνομά τους πιθανόν να αναφέρεται στο κυλινδρικό ξύλο στο οποίο ήταν τυλιγμένοι οι πάπυροι πάνω στους οποίους γράφονταν.
Υμνωδία: ό,τι ψάλλεται ως ύμνος σε μια θρησκευτική τελετή.
Α΄ ήχος: «Σώσον Κύριε τον λαόν σου».
Β΄ ήχος: «Φώς ιλαρόν».
Γ΄ ήχος: «Την ωραιότητα», «Αι γενεαί πάσαι».
Δ΄ ήχος: «Ανοίξω το στόμα μου», «Η γέννησίς σου».
Πλ. Α΄ ήχος: «Χριστός ανέστη», «Η ζωή εν τάφω», «Ευλογητάρια».
Πλ. Β΄ ήχος: «Κύματι θαλάσσης», «…ον παίδες ευλογείτε», «Σήμερον κρεμάται»
Βαρύς ήχος: «Πλούσιοι επτώχευσαν», «Τις Θεός μέγας».
Πλ. Δ΄ ήχος: «Τη υπερμάχω», «ευλογητός ει Χριστέ ο Θεός ημών».
Β΄ ήχος: «Φώς ιλαρόν».
Γ΄ ήχος: «Την ωραιότητα», «Αι γενεαί πάσαι».
Δ΄ ήχος: «Ανοίξω το στόμα μου», «Η γέννησίς σου».
Πλ. Α΄ ήχος: «Χριστός ανέστη», «Η ζωή εν τάφω», «Ευλογητάρια».
Πλ. Β΄ ήχος: «Κύματι θαλάσσης», «…ον παίδες ευλογείτε», «Σήμερον κρεμάται»
Βαρύς ήχος: «Πλούσιοι επτώχευσαν», «Τις Θεός μέγας».
Πλ. Δ΄ ήχος: «Τη υπερμάχω», «ευλογητός ει Χριστέ ο Θεός ημών».
|
|
4.10 Ρωμανός ο Μελωδός, μεγάλος υμνογράφος
|
|
4.11 Κασσιανή, η μοναδική βυζαντινή υμνογράφος
Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή,
τὴν σὴν αἰσθομένη θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν,
ὀδυρομένη, μύρα σοι, πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει.
Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας,
ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας.
Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων,
ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ·
κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας,
ὁ κλίνας τοὺς οὐρανοὺς τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει.
Καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας,
ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις·
ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν,
κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη.
Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους
τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου;
Μή με τὴν σὴν δούλην παρίδῃς, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος.
Μεταγραφή του Φώτη Κόντογλου:
Κύριε, η γυναίκα που έπεσε σε πολλές αμαρτίες,
σαν ένοιωσε τη θεότητά σου, γίνηκε μυροφόρα
και σε άλειψε με μυρουδικά πριν από τον ενταφιασμό σου
κι έλεγε οδυρόμενη: Αλλοίμονο σε μένα, γιατί μέσα μου είναι νύχτα κατασκότεινη
και δίχως φεγγάρι, η μανία της ασωτείας κι ο έρωτας της αμαρτίας.
Δέξου από μένα τις πηγές των δακρύων,
εσύ που μεταλλάζεις με τα σύννεφα το νερό της θάλασσας.
Λύγισε στ' αναστενάγματα της καρδιάς μου,
εσύ που έγειρες τον ουρανό και κατέβηκες στη γης.
Θα καταφιλήσω τα άχραντα ποδάρια σου,
και θα τα σφουγγίσω πάλι με τα πλοκάμια της κεφαλής μου·
αυτά τα ποδάρια, που σαν η Εύα κατά το δειλινό,
τ' άκουσε να περπατάνε, από το φόβο της κρύφτηκε.
Των αμαρτιών μου τα πλήθη και των κριμάτων σου την άβυσσο,
ποιος μπορεί να τα εξιχνιάση, ψυχοσώστη Σωτήρα μου;
Μην καταφρονέσης τη δούλη σου, εσύ που έχεις τ' αμέτρητο έλεος
τὴν σὴν αἰσθομένη θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν,
ὀδυρομένη, μύρα σοι, πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει.
Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας,
ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας.
Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων,
ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ·
κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας,
ὁ κλίνας τοὺς οὐρανοὺς τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει.
Καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας,
ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις·
ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν,
κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη.
Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους
τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου;
Μή με τὴν σὴν δούλην παρίδῃς, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος.
Μεταγραφή του Φώτη Κόντογλου:
Κύριε, η γυναίκα που έπεσε σε πολλές αμαρτίες,
σαν ένοιωσε τη θεότητά σου, γίνηκε μυροφόρα
και σε άλειψε με μυρουδικά πριν από τον ενταφιασμό σου
κι έλεγε οδυρόμενη: Αλλοίμονο σε μένα, γιατί μέσα μου είναι νύχτα κατασκότεινη
και δίχως φεγγάρι, η μανία της ασωτείας κι ο έρωτας της αμαρτίας.
Δέξου από μένα τις πηγές των δακρύων,
εσύ που μεταλλάζεις με τα σύννεφα το νερό της θάλασσας.
Λύγισε στ' αναστενάγματα της καρδιάς μου,
εσύ που έγειρες τον ουρανό και κατέβηκες στη γης.
Θα καταφιλήσω τα άχραντα ποδάρια σου,
και θα τα σφουγγίσω πάλι με τα πλοκάμια της κεφαλής μου·
αυτά τα ποδάρια, που σαν η Εύα κατά το δειλινό,
τ' άκουσε να περπατάνε, από το φόβο της κρύφτηκε.
Των αμαρτιών μου τα πλήθη και των κριμάτων σου την άβυσσο,
ποιος μπορεί να τα εξιχνιάση, ψυχοσώστη Σωτήρα μου;
Μην καταφρονέσης τη δούλη σου, εσύ που έχεις τ' αμέτρητο έλεος